EL.png ζαλίζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ζαλίζομαι
  • ζαλίζεσαι
  • ζαλίζεται
  • ζαλιζόμαστε
  • ζαλίζεστε
  • ζαλίζονται

Υποτακτική

  • νά ζαλίζομαι
  • νά ζαλίζεσαι
  • νά ζαλίζεται
  • νά ζαλιζόμαστε
  • νά ζαλίζεστε
  • νά ζαλίζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ζαλιζόμουν
  • ζαλιζόσουν
  • ζαλιζόταν
  • ζαλιζόμαστε
  • ζαλίζόσαστε
  • ζαλίζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ζαλίζομαι
  • θά ζαλίζεσαι
  • θά ζαλίζεται
  • θά ζαλιζόμαστε
  • θά ζαλίζεστε
  • θά ζαλίζονται

Στιγμιαίος

  • θά ζαλιστώ
  • θά ζαλιστείς
  • θά ζαλιστεί
  • θά ζαλιστούμε
  • θά ζαλιστείτε
  • θά ζαλιστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ζαλίστηκα
  • ζαλίστηκες
  • ζαλίστηκε
  • ζαλιστήκαμε
  • ζαλιστήκατε
  • ζαλίστηκαν

Υποτακτική

  • νά ζαλιστώ
  • νά ζαλιστείς
  • νά ζαλιστεί
  • νά ζαλιστούμε
  • νά ζαλιστείτε
  • νά ζαλιστούν
 

Προστακτική

  • ζαλίσου
  • ζαλιστείτε

Απαρέμφατο

  • ζαλιστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ζαλιστεί
  • έχεις ζαλιστεί
  • έχει ζαλιστεί
  • έχουμε ζαλιστεί
  • έχετε ζαλιστεί
  • έχουν ζαλιστεί

Υποτακτική

  • νά έχω ζαλιστεί
  • νά έχεις ζαλιστεί
  • νά έχει ζαλιστεί
  • νά έχουμε ζαλιστεί
  • νά έχετε ζαλιστεί
  • νά έχουν ζαλιστεί
 

Μετοχή

  • ζαλισμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ζαλιστεί
  • είχες ζαλιστεί
  • είχε ζαλιστεί
  • είχαμε ζαλιστεί
  • είχατε ζαλιστεί
  • είχαν ζαλιστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ζαλιστεί
  • θά έχεις ζαλιστεί
  • θά έχει ζαλιστεί
  • θά έχουμε ζαλιστεί
  • θά έχετε ζαλιστεί
  • θά έχουν ζαλιστεί