EL.png ελπίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ελπίζω
  • ελπίζεις
  • ελπίζει
  • ελπίζουμε
  • ελπίζετε
  • ελπίζουν

Υποτακτική

  • νά ελπίζω
  • νά ελπίζεις
  • νά ελπίζει
  • νά ελπίζουμε
  • νά ελπίζετε
  • νά ελπίζουν
 

Προστακτική

  • έλπιζε
  • ελπίζετε

Μετοχή

  • ελπίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ήλπιζα
  • ήλπιζες
  • ήλπιζε
  • ηλπίζαμε
  • ηλπίζατε
  • ήλπιζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ελπίζω
  • θά ελπίζεις
  • θά ελπίζει
  • θά ελπίζουμε
  • θά ελπίζετε
  • θά ελπίζουν

Στιγμιαίος

  • θά ελπίσω
  • θά ελπίσεις
  • θά ελπίσει
  • θά ελπίσουμε
  • θά ελπίσετε
  • θά ελπίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ήλπισα
  • ήλπισες
  • ήλπισε
  • ηλπίσαμε
  • ηλπίσατε
  • ήλπισαν

Υποτακτική

  • νά ελπίσω
  • νά ελπίσεις
  • νά ελπίσει
  • νά ελπίσουμε
  • νά ελπίσετε
  • νά ελπίσουν
 

Προστακτική

  • έλπισε
  • ελπίσετε

Απαρέμφατο

  • ελπίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ελπίσει
  • έχεις ελπίσει
  • έχει ελπίσει
  • έχουμε ελπίσει
  • έχετε ελπίσει
  • έχουν ελπίσει

Υποτακτική

  • νά έχω ελπίσει
  • νά έχεις ελπίσει
  • νά έχει ελπίσει
  • νά έχουμε ελπίσει
  • νά έχετε ελπίσει
  • νά έχουν ελπίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ελπίσει
  • είχες ελπίσει
  • είχε ελπίσει
  • είχαμε ελπίσει
  • είχατε ελπίσει
  • είχαν ελπίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ελπίσει
  • θά έχεις ελπίσει
  • θά έχει ελπίσει
  • θά έχουμε ελπίσει
  • θά έχετε ελπίσει
  • θά έχουν ελπίσει