EL.png ελευθερώνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ελευθερώνω
  • ελευθερώνεις
  • ελευθερώνει
  • ελευθερώνουμε
  • ελευθερώνετε
  • ελευθερώνουν

Υποτακτική

  • νά ελευθερώνω
  • νά ελευθερώνεις
  • νά ελευθερώνει
  • νά ελευθερώνουμε
  • νά ελευθερώνετε
  • νά ελευθερώνουν
 

Προστακτική

  • ελευθέρωνε
  • ελευθερώνετε

Μετοχή

  • ελευθερώνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ελευθέρωνα
  • ελευθέρωνες
  • ελευθέρωνε
  • ελευθερώναμε
  • ελευθερώνατε
  • ελευθέρωναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ελευθερώνω
  • θά ελευθερώνεις
  • θά ελευθερώνει
  • θά ελευθερώνουμε
  • θά ελευθερώνετε
  • θά ελευθερώνουν

Στιγμιαίος

  • θά ελευθερώσω
  • θά ελευθερώσεις
  • θά ελευθερώσει
  • θά ελευθερώσουμε
  • θά ελευθερώσετε
  • θά ελευθερώσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ελευθέρωσα
  • ελευθέρωσες
  • ελευθέρωσε
  • ελευθερώσαμε
  • ελευθερώσατε
  • ελευθέρωσαν

Υποτακτική

  • νά ελευθερώσω
  • νά ελευθερώσεις
  • νά ελευθερώσει
  • νά ελευθερώσουμε
  • νά ελευθερώσετε
  • νά ελευθερώσουν
 

Προστακτική

  • ελευθέρωσε
  • ελευθερώστε

Απαρέμφατο

  • ελευθερώσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ελευθερώσει
  • έχεις ελευθερώσει
  • έχει ελευθερώσει
  • έχουμε ελευθερώσει
  • έχετε ελευθερώσει
  • έχουν ελευθερώσει

Υποτακτική

  • νά έχω ελευθερώσει
  • νά έχεις ελευθερώσει
  • νά έχει ελευθερώσει
  • νά έχουμε ελευθερώσει
  • νά έχετε ελευθερώσει
  • νά έχουν ελευθερώσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ελευθερώσει
  • είχες ελευθερώσει
  • είχε ελευθερώσει
  • είχαμε ελευθερώσει
  • είχατε ελευθερώσει
  • είχαν ελευθερώσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ελευθερώσει
  • θά έχεις ελευθερώσει
  • θά έχει ελευθερώσει
  • θά έχουμε ελευθερώσει
  • θά έχετε ελευθερώσει
  • θά έχουν ελευθερώσει