ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ελευθερώνομαι
- ελευθερώνεσαι
- ελευθερώνεται
- ελευθερωνόμαστε
- ελευθερώνεστε
- ελευθερώνονται
Υποτακτική
- νά ελευθερώνομαι
- νά ελευθερώνεσαι
- νά ελευθερώνεται
- νά ελευθερωνόμαστε
- νά ελευθερών
- νά ελευθερώνονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ελευθερωνόμουν
- ελευθερωνόσουν
- ελευθερωνόταν
- ελευθερωνόμαστε
- ελευθερώνόσαστε
- ελευθερώνονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ελευθερώνομαι
- θά ελευθερώνεσαι
- θά ελευθερώνεται
- θά ελευθερωνόμαστε
- θά ελευθερών
- θά ελευθερώνονται
Στιγμιαίος
- θά ελευθερωθώ
- θά ελευθερωθείς
- θά ελευθερωθεί
- θά ελευθερωθούμε
- θά ελευθερωθείτε
- θά ελευθερωθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ελευθερώθηκα
- ελευθερώθηκες
- ελευθερώθηκε
- ελευθερωθήκαμε
- ελευθερωθήκατε
- ελευθερώθηκαν
Υποτακτική
- νά ελευθερωθώ
- νά ελευθερωθείς
- νά ελευθερωθεί
- νά ελευθερωθούμε
- νά ελευθερωθείτε
- νά ελευθερωθούν
Προστακτική
- ελευθερώσου
- ελευθερωθείτε
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ελευθερωθεί
- έχεις ελευθερωθεί
- έχει ελευθερωθεί
- έχουμε ελευθερωθεί
- έχετε ελευθερωθεί
- έχουν ελευθερωθεί
Υποτακτική
- νά έχω ελευθερωθεί
- νά έχεις ελευθερωθεί
- νά έχει ελευθερωθεί
- νά έχουμε ελευθερωθεί
- νά έχετε ελευθερωθεί
- νά έχουν ελευθερωθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ελευθερωθεί
- είχες ελευθερωθεί
- είχε ελευθερωθεί
- είχαμε ελευθερωθεί
- είχατε ελευθερωθεί
- είχαν ελευθερωθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ελευθερωθεί
- θά έχεις ελευθερωθεί
- θά έχει ελευθερωθεί
- θά έχουμε ελευθερωθεί
- θά έχετε ελευθερωθεί
- θά έχουν ελευθερωθεί