EL.png ελέγχομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ελέγχομαι
  • ελέγχεσαι
  • ελέγχεται
  • ελεγχόμαστε
  • ελέγχεστε
  • ελέγχονται

Υποτακτική

  • νά ελέγχομαι
  • νά ελέγχεσαι
  • νά ελέγχεται
  • νά ελεγχόμαστε
  • νά ελέγχεστε
  • νά ελέγχονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ελεγχόμουν
  • ελεγχόσουν
  • ελεγχόταν
  • ελεγχόμαστε
  • ελέγχόσαστε
  • ελέγχονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ελέγχομαι
  • θά ελέγχεσαι
  • θά ελέγχεται
  • θά ελεγχόμαστε
  • θά ελέγχεστε
  • θά ελέγχονται

Στιγμιαίος

  • θά ελέγξω
  • θά ελέγξεις
  • θά ελέγξει
  • θά ελέγξουμε
  • θά ελέγξετε
  • θά ελέγξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ελέγχτηκα
  • ελέγχτηκες
  • ελέγχτηκε
  • ελεγχτήκαμε
  • ελεγχτήκατε
  • ελέγχτηκαν

Υποτακτική

  • νά ελέγξω
  • νά ελέγξεις
  • νά ελέγξει
  • νά ελέγξουμε
  • νά ελέγξετε
  • νά ελέγξουν
 

Προστακτική

  • ελέγξου
  • ελεγχτήκτε

Απαρέμφατο

  • ελεγχτεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ελεγχτεί
  • έχεις ελεγχτεί
  • έχει ελεγχτεί
  • έχουμε ελεγχτεί
  • έχετε ελεγχτεί
  • έχουν ελεγχτεί

Υποτακτική

  • νά έχω ελεγχτεί
  • νά έχεις ελεγχτεί
  • νά έχει ελεγχτεί
  • νά έχουμε ελεγχτεί
  • νά έχετε ελεγχτεί
  • νά έχουν ελεγχτεί
 

Μετοχή

  • ελεγμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ελεγχτεί
  • είχες ελεγχτεί
  • είχε ελεγχτεί
  • είχαμε ελεγχτεί
  • είχατε ελεγχτεί
  • είχαν ελεγχτεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ελεγχτεί
  • θά έχεις ελεγχτεί
  • θά έχει ελεγχτεί
  • θά έχουμε ελεγχτεί
  • θά έχετε ελεγχτεί
  • θά έχουν ελεγχτεί