EL.png ελαττώνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ελαττώνομαι
  • ελαττώνεσαι
  • ελαττώνεται
  • ελαττωνόμαστε
  • ελαττώνεστε
  • ελαττώνονται

Υποτακτική

  • νά ελαττώνομαι
  • νά ελαττώνεσαι
  • νά ελαττώνεται
  • νά ελαττωνόμαστε
  • νά ελαττώνεστε
  • νά ελαττών
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ελαττωνόμουν
  • ελαττωνόσουν
  • ελαττωνόταν
  • ελαττωνόμαστε
  • ελαττωνόσαστε
  • ελαττώνονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ελαττώνομαι
  • θά ελαττώνεσαι
  • θά ελαττώνεται
  • θά ελαττωνόμαστε
  • θά ελαττώνεστε
  • θά ελαττών

Στιγμιαίος

  • θά ελαττωθώ
  • θά ελαττωθείς
  • θά ελαττωθεί
  • θά ελαττωθούμε
  • θά ελαττωθείτε
  • θά ελαττωθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ελαττώθηκα
  • ελαττώθηκες
  • ελαττώθηκε
  • ελαττωθήκαμε
  • ελαττωθήκατε
  • ελαττώθηκαν

Υποτακτική

  • νά ελαττωθώ
  • νά ελαττωθείς
  • νά ελαττωθεί
  • νά ελαττωθούμε
  • νά ελαττωθείτε
  • νά ελαττωθούν
 

Προστακτική

  • ελαττώσου
  • ελαττωθείτε

Απαρέμφατο

  • ελαττωθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ελαττωθεί
  • έχεις ελαττωθεί
  • έχει ελαττωθεί
  • έχουμε ελαττωθεί
  • έχετε ελαττωθεί
  • έχουν ελαττωθεί

Υποτακτική

  • νά έχω ελαττωθεί
  • νά έχεις ελαττωθεί
  • νά έχει ελαττωθεί
  • νά έχουμε ελαττωθεί
  • νά έχετε ελαττωθεί
  • νά έχουν ελαττωθεί
 

Μετοχή

  • ελαττωμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ελαττωθεί
  • είχες ελαττωθεί
  • είχε ελαττωθεί
  • είχαμε ελαττωθεί
  • είχατε ελαττωθεί
  • είχαν ελαττωθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ελαττωθεί
  • θά έχεις ελαττωθεί
  • θά έχει ελαττωθεί
  • θά έχουμε ελαττωθεί
  • θά έχετε ελαττωθεί
  • θά έχουν ελαττωθεί