ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- ελαττώνομαι
- ελαττώνεσαι
- ελαττώνεται
- ελαττωνόμαστε
- ελαττώνεστε
- ελαττώνονται
Υποτακτική
- νά ελαττώνομαι
- νά ελαττώνεσαι
- νά ελαττώνεται
- νά ελαττωνόμαστε
- νά ελαττώνεστε
- νά ελαττών
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- ελαττωνόμουν
- ελαττωνόσουν
- ελαττωνόταν
- ελαττωνόμαστε
- ελαττωνόσαστε
- ελαττώνονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά ελαττώνομαι
- θά ελαττώνεσαι
- θά ελαττώνεται
- θά ελαττωνόμαστε
- θά ελαττώνεστε
- θά ελαττών
Στιγμιαίος
- θά ελαττωθώ
- θά ελαττωθείς
- θά ελαττωθεί
- θά ελαττωθούμε
- θά ελαττωθείτε
- θά ελαττωθούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- ελαττώθηκα
- ελαττώθηκες
- ελαττώθηκε
- ελαττωθήκαμε
- ελαττωθήκατε
- ελαττώθηκαν
Υποτακτική
- νά ελαττωθώ
- νά ελαττωθείς
- νά ελαττωθεί
- νά ελαττωθούμε
- νά ελαττωθείτε
- νά ελαττωθούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω ελαττωθεί
- έχεις ελαττωθεί
- έχει ελαττωθεί
- έχουμε ελαττωθεί
- έχετε ελαττωθεί
- έχουν ελαττωθεί
Υποτακτική
- νά έχω ελαττωθεί
- νά έχεις ελαττωθεί
- νά έχει ελαττωθεί
- νά έχουμε ελαττωθεί
- νά έχετε ελαττωθεί
- νά έχουν ελαττωθεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα ελαττωθεί
- είχες ελαττωθεί
- είχε ελαττωθεί
- είχαμε ελαττωθεί
- είχατε ελαττωθεί
- είχαν ελαττωθεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω ελαττωθεί
- θά έχεις ελαττωθεί
- θά έχει ελαττωθεί
- θά έχουμε ελαττωθεί
- θά έχετε ελαττωθεί
- θά έχουν ελαττωθεί