EL.png εισπράττω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • εισπράττω
  • εισπράττεις
  • εισπράττει
  • εισπράττουμε
  • εισπράττετε
  • εισπράττουν

Υποτακτική

  • νά εισπράττω
  • νά εισπράττεις
  • νά εισπράττει
  • νά εισπράττουμε
  • νά εισπράττετε
  • νά εισπράττουν
 

Προστακτική

  • είσπραττε
  • εισπράττετε

Μετοχή

  • εισπράττοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • εισέσπραττα
  • εισέσπραττες
  • εισέσπραττε
  • εισπράτταμε
  • εισπράττατε
  • εισέπρατταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά εισπράττω
  • θά εισπράττεις
  • θά εισπράττει
  • θά εισπράττουμε
  • θά εισπράττετε
  • θά εισπράττουν

Στιγμιαίος

  • θά εισπράξω
  • θά εισπράξεις
  • θά εισπράξει
  • θά εισπράξουμε
  • θά εισπράξετε
  • θά εισπράξουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • εισέσπραξα
  • εισέσπραξες
  • εισέσπραξε
  • εισπράξαμε
  • εισπράξατε
  • εισέσπραξαν

Υποτακτική

  • νά εισπράξω
  • νά εισπράξεις
  • νά εισπράξει
  • νά εισπράξουμε
  • νά εισπράξετε
  • νά εισπράξουν
 

Προστακτική

  • είσπραξε
  • εισπράξτε

Απαρέμφατο

  • εισπράξει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω εισπράξει
  • έχεις εισπράξει
  • έχει εισπράξει
  • έχουμε εισπράξει
  • έχετε εισπράξει
  • έχουν εισπράξει

Υποτακτική

  • νά έχω εισπράξει
  • νά έχεις εισπράξει
  • νά έχει εισπράξει
  • νά έχουμε εισπράξει
  • νά έχετε εισπράξει
  • νά έχουν εισπράξει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα εισπράξει
  • είχες εισπράξει
  • είχε εισπράξει
  • είχαμε εισπράξει
  • είχατε εισπράξει
  • είχαν εισπράξει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω εισπράξει
  • θά έχεις εισπράξει
  • θά έχει εισπράξει
  • θά έχουμε εισπράξει
  • θά έχετε εισπράξει
  • θά έχουν εισπράξει