EL.png ειρωνεύομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ειρωνεύομαι
  • ειρωνεύεσαι
  • ειρωνεύεται
  • ειρωνευόμαστε
  • ειρωνεύεστε
  • ειρωνεύονται

Υποτακτική

  • νά ειρωνεύομαι
  • νά ειρωνεύεσαι
  • νά ειρωνεύεται
  • νά ειρωνευόμαστε
  • νά ειρωνεύεστε
  • νά ειρωνεύονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ειρωνευόμουν
  • ειρωνευόσουν
  • ειρωνευόταν
  • ειρωνευόμαστε
  • ειρωνευόσαστε
  • ειρωνεύονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ειρωνεύομαι
  • θά ειρωνεύεσαι
  • θά ειρωνεύεται
  • θά ειρωνευόμαστε
  • θά ειρωνεύεστε
  • θά ειρωνεύονται

Στιγμιαίος

  • θά ειρωνευτώ
  • θά ειρωνευτείς
  • θά ειρωνευτεί
  • θά ειρωνευτούμε
  • θά ειρωνευτείτε
  • θά ειρωνευτούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ειρωνεύτηκα
  • ειρωνεύτηκες
  • ειρωνεύτηκε
  • ειρωνευτήκαμε
  • ειρωνευτήκατε
  • ειρωνεύτηκαν

Υποτακτική

  • νά ειρωνευτώ
  • νά ειρωνευτείς
  • νά ειρωνευτεί
  • νά ειρωνευτούμε
  • νά ειρωνευτείτε
  • νά ειρωνευτούν
 

Προστακτική

  • ειρωνέψου
  • ειρωνευτείτε

Απαρέμφατο

  • ειρωνευτεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ειρωνευτεί
  • έχεις ειρωνευτεί
  • έχει ειρωνευτεί
  • έχουμε ειρωνευτεί
  • έχετε ειρωνευτεί
  • έχουν ειρωνευτεί

Υποτακτική

  • νά έχω ειρωνευτεί
  • νά έχεις ειρωνευτεί
  • νά έχει ειρωνευτεί
  • νά έχουμε ειρωνευτεί
  • νά έχετε ειρωνευτεί
  • νά έχουν ειρωνευτεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ειρωνευτεί
  • είχες ειρωνευτεί
  • είχε ειρωνευτεί
  • είχαμε ειρωνευτεί
  • είχατε ειρωνευτεί
  • είχαν ειρωνευτεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ειρωνευτεί
  • θά έχεις ειρωνευτεί
  • θά έχει ειρωνευτεί
  • θά έχουμε ειρωνευτεί
  • θά έχετε ειρωνευτεί
  • θά έχουν ειρωνευτεί