EL.png δωρίζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δωρίζω
  • δωρίζεις
  • δωρίζει
  • δωρίζουμε
  • δωρίζετε
  • δωρίζουν

Υποτακτική

  • νά δωρίζω
  • νά δωρίζεις
  • νά δωρίζει
  • νά δωρίζουμε
  • νά δωρίζετε
  • νά δωρίζουν
 

Προστακτική

  • δώριζε
  • δωρίζετε

Μετοχή

  • δωρίζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δώριζα
  • δώριζες
  • δώριζε
  • δωρίζαμε
  • δωρίζατε
  • δώριζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δωρίζω
  • θά δωρίζεις
  • θά δωρίζει
  • θά δωρίζουμε
  • θά δωρίζετε
  • θά δωρίζουν

Στιγμιαίος

  • θά δωρίσω
  • θά δωρίσεις
  • θά δωρίσει
  • θά δωρίσουμε
  • θά δωρίσετε
  • θά δωρίσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δώρισα
  • δώρισες
  • δώρισε
  • δωρίσαμε
  • δωρίσατε
  • δώρισαν

Υποτακτική

  • νά δωρίσω
  • νά δωρίσεις
  • νά δωρίσει
  • νά δωρίσουμε
  • νά δωρίσετε
  • νά δωρίσουν
 

Προστακτική

  • δώρισε
  • δωρίστε

Απαρέμφατο

  • δωρίσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δωρίσει
  • έχεις δωρίσει
  • έχει δωρίσει
  • έχουμε δωρίσει
  • έχετε δωρίσει
  • έχουν δωρίσει

Υποτακτική

  • νά έχω δωρίσει
  • νά έχεις δωρίσει
  • νά έχει δωρίσει
  • νά έχουμε δωρίσει
  • νά έχετε δωρίσει
  • νά έχουν δωρίσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δωρίσει
  • είχες δωρίσει
  • είχε δωρίσει
  • είχαμε δωρίσει
  • είχατε δωρίσει
  • είχαν δωρίσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δωρίσει
  • θά έχεις δωρίσει
  • θά έχει δωρίσει
  • θά έχουμε δωρίσει
  • θά έχετε δωρίσει
  • θά έχουν δωρίσει