EL.png δυσφημώ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δυσφημώ
  • δυσφημείς
  • δυσφημεί
  • δυσφημούμε
  • δυσφημείτε
  • δυσφημούν

Υποτακτική

  • νά δυσφημώ
  • νά δυσφημείς
  • νά δυσφημεί
  • νά δυσφημούμε
  • νά δυσφημείτε
  • νά δυσφημούν
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δυσφημούσα
  • δυσφημούσες
  • δυσφημούσε
  • δυσφημούσαμε
  • δυσφημείτε
  • δυσφημούσαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δυσφημώ
  • θά δυσφημείς
  • θά δυσφημεί
  • θά δυσφημούμε
  • θά δυσφημείτε
  • θά δυσφημούν

Στιγμιαίος

  • θά δυσφημήσω
  • θά δυσφημήσεις
  • θά δυσφημήσει
  • θά δυσφημήσουμε
  • θά δυσφημήσετε
  • θά δυσφημήσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δυσφήμησα
  • δυσφήμησες
  • δυσφήμησε
  • δυσφημήσαμε
  • δυσφημήσατε
  • δυσφήμησαν

Υποτακτική

  • νά δυσφημήσω
  • νά δυσφημήσεις
  • νά δυσφημήσει
  • νά δυσφημήσουμε
  • νά δυσφημήσετε
  • νά δυσφημήσουν
 

Προστακτική

  • δυσφήμησε
  • δυσφημήστε

Απαρέμφατο

  • δυσφημήσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δυσφημήσει
  • έχεις δυσφημήσει
  • έχει δυσφημήσει
  • έχουμε δυσφημήσει
  • έχετε δυσφημήσει
  • έχουν δυσφημήσει

Υποτακτική

  • νά έχω δυσφημήσει
  • νά έχεις δυσφημήσει
  • νά έχει δυσφημήσει
  • νά έχουμε δυσφημήσει
  • νά έχετε δυσφημήσει
  • νά έχουν δυσφημήσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δυσφημήσει
  • είχες δυσφημήσει
  • είχε δυσφημήσει
  • είχαμε δυσφημήσει
  • είχατε δυσφημήσει
  • είχαν δυσφημήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δυσφημήσει
  • θά έχεις δυσφημήσει
  • θά έχει δυσφημήσει
  • θά έχουμε δυσφημήσει
  • θά έχετε δυσφημήσει
  • θά έχουν δυσφημήσει