ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- δηλητηριάζομαι
- δηλητηριάζεσαι
- δηλητηριάζεται
- δηλητηριαζόμαστε
- δηλητηριάζεστε
- δηλητηριάζονται
Υποτακτική
- νά δηλητηριάζομαι
- νά δηλητηριάζεσαι
- νά δηλητηριάζεται
- νά δηλητηριαζόμαστε
- νά δηλητηριάζεστε
- νά δηλητηριάζονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- δηλητηριαζόμουν
- δηλητηριαζόσουν
- δηλητηριαζόταν
- δηλητηριαζόμαστε
- δηλητηριαζόσαστε
- δηλητηριάζονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά δηλητηριάζομαι
- θά δηλητηριάζεσαι
- θά δηλητηριάζεται
- θά δηλητηριαζόμαστε
- θά δηλητηριάζεστε
- θά δηλητηριάζονται
Στιγμιαίος
- θά δηλητηριαστώ
- θά δηλητηριαστείς
- θά δηλητηριαστεί
- θά δηλητηριαστούμε
- θά δηλητηριαστείτε
- θά δηλητηριαστούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- δηλητηριάστηκα
- δηλητηριάστηκες
- δηλητηριάστηκε
- δηλητηριαστήκαμε
- δηλητηριαστήκατε
- δηλητηριάστηκαν
Υποτακτική
- νά δηλητηριαστώ
- νά δηλητηριαστείς
- νά δηλητηριαστεί
- νά δηλητηριαστούμε
- νά δηλητηριαστείτε
- νά δηλητηριαστούν
Προστακτική
- δηλητηριάσου
- δηλητηριαστείτε
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω δηλητηριαστεί
- έχεις δηλητηριαστεί
- έχει δηλητηριαστεί
- έχουμε δηλητηριαστεί
- έχετε δηλητηριαστεί
- έχουν δηλητηριαστεί
Υποτακτική
- νά έχω δηλητηριαστεί
- νά έχεις δηλητηριαστεί
- νά έχει δηλητηριαστεί
- νά έχουμε δηλητηριαστεί
- νά έχετε δηλητηριαστεί
- νά έχουν δηλητηριαστεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα δηλητηριαστεί
- είχες δηλητηριαστεί
- είχε δηλητηριαστεί
- είχαμε δηλητηριαστεί
- είχατε δηλητηριαστεί
- είχαν δηλητηριαστεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω δηλητηριαστεί
- θά έχεις δηλητηριαστεί
- θά έχει δηλητηριαστεί
- θά έχουμε δηλητηριαστεί
- θά έχετε δηλητηριαστεί
- θά έχουν δηλητηριαστεί