EL.png δηλητηριάζομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δηλητηριάζομαι
  • δηλητηριάζεσαι
  • δηλητηριάζεται
  • δηλητηριαζόμαστε
  • δηλητηριάζεστε
  • δηλητηριάζονται

Υποτακτική

  • νά δηλητηριάζομαι
  • νά δηλητηριάζεσαι
  • νά δηλητηριάζεται
  • νά δηλητηριαζόμαστε
  • νά δηλητηριάζεστε
  • νά δηλητηριάζονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δηλητηριαζόμουν
  • δηλητηριαζόσουν
  • δηλητηριαζόταν
  • δηλητηριαζόμαστε
  • δηλητηριαζόσαστε
  • δηλητηριάζονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δηλητηριάζομαι
  • θά δηλητηριάζεσαι
  • θά δηλητηριάζεται
  • θά δηλητηριαζόμαστε
  • θά δηλητηριάζεστε
  • θά δηλητηριάζονται

Στιγμιαίος

  • θά δηλητηριαστώ
  • θά δηλητηριαστείς
  • θά δηλητηριαστεί
  • θά δηλητηριαστούμε
  • θά δηλητηριαστείτε
  • θά δηλητηριαστούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δηλητηριάστηκα
  • δηλητηριάστηκες
  • δηλητηριάστηκε
  • δηλητηριαστήκαμε
  • δηλητηριαστήκατε
  • δηλητηριάστηκαν

Υποτακτική

  • νά δηλητηριαστώ
  • νά δηλητηριαστείς
  • νά δηλητηριαστεί
  • νά δηλητηριαστούμε
  • νά δηλητηριαστείτε
  • νά δηλητηριαστούν
 

Προστακτική

  • δηλητηριάσου
  • δηλητηριαστείτε

Απαρέμφατο

  • δηλητηριαστεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δηλητηριαστεί
  • έχεις δηλητηριαστεί
  • έχει δηλητηριαστεί
  • έχουμε δηλητηριαστεί
  • έχετε δηλητηριαστεί
  • έχουν δηλητηριαστεί

Υποτακτική

  • νά έχω δηλητηριαστεί
  • νά έχεις δηλητηριαστεί
  • νά έχει δηλητηριαστεί
  • νά έχουμε δηλητηριαστεί
  • νά έχετε δηλητηριαστεί
  • νά έχουν δηλητηριαστεί
 

Μετοχή

  • δηλητηριασμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δηλητηριαστεί
  • είχες δηλητηριαστεί
  • είχε δηλητηριαστεί
  • είχαμε δηλητηριαστεί
  • είχατε δηλητηριαστεί
  • είχαν δηλητηριαστεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δηλητηριαστεί
  • θά έχεις δηλητηριαστεί
  • θά έχει δηλητηριαστεί
  • θά έχουμε δηλητηριαστεί
  • θά έχετε δηλητηριαστεί
  • θά έχουν δηλητηριαστεί