EL.png δέχομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δέχομαι
  • δέχεσαι
  • δέχεται
  • δεχόμαστε
  • δέχεστε
  • δέχονται

Υποτακτική

  • νά δέχομαι
  • νά δέχεσαι
  • νά δέχεται
  • νά δεχόμαστε
  • νά δέχεστε
  • νά δέχονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δεχόμουν
  • δεχόσουν
  • δεχόταν
  • δεχόμαστε
  • δεχόσαστε
  • δέχονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δέχομαι
  • θά δέχεσαι
  • θά δέχεται
  • θά δεχόμαστε
  • θά δέχεστε
  • θά δέχονται

Στιγμιαίος

  • θά δεχθώ
  • θά δεχθείς
  • θά δεχθεί
  • θά δεχθούμε
  • θά δεχθείτε
  • θά δεχθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δέχτηκα
  • δέχτηκες
  • δέχτηκε
  • δεχτήκαμε
  • δεχτήκατε
  • δέχτηκαν

Υποτακτική

  • νά δεχθώ
  • νά δεχθείς
  • νά δεχθεί
  • νά δεχθούμε
  • νά δεχθείτε
  • νά δεχθούν
 

Προστακτική

  • δέξου
  • δεχθείτε

Απαρέμφατο

  • δεχτεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δεχτεί
  • έχεις δεχτεί
  • έχει δεχτεί
  • έχουμε δεχτεί
  • έχετε δεχτεί
  • έχουν δεχτεί

Υποτακτική

  • νά έχω δεχτεί
  • νά έχεις δεχτεί
  • νά έχει δεχτεί
  • νά έχουμε δεχτεί
  • νά έχετε δεχτεί
  • νά έχουν δεχτεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δεχτεί
  • είχες δεχτεί
  • είχε δεχτεί
  • είχαμε δεχτεί
  • είχατε δεχτεί
  • είχαν δεχτεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δεχτεί
  • θά έχεις δεχτεί
  • θά έχει δεχτεί
  • θά έχουμε δεχτεί
  • θά έχετε δεχτεί
  • θά έχουν δεχτεί