EL.png δέρνομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δέρνομαι
  • δέρνεσαι
  • δέρνεται
  • δερνόμαστε
  • δέρνεστε
  • δέρνονται

Υποτακτική

  • νά δέρνομαι
  • νά δέρνεσαι
  • νά δέρνεται
  • νά δερνόμαστε
  • νά δέρνεστε
  • νά δέρνονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δερνόμουν
  • δερνόσουν
  • δερνόταν
  • δερνόμαστε
  • δέρνόσαστε
  • δέρνονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δέρνομαι
  • θά δέρνεσαι
  • θά δέρνεται
  • θά δερνόμαστε
  • θά δέρνεστε
  • θά δέρνονται

Στιγμιαίος

  • θά δερθώ
  • θά δερθείς
  • θά δερθεί
  • θά δερθούμε
  • θά δερθείτε
  • θά δερθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δάρθηκα
  • δάρθηκες
  • δάρθηκε
  • δαρθήκαμε
  • δαρθήκατε
  • δάρθηκαν

Υποτακτική

  • νά δερθώ
  • νά δερθείς
  • νά δερθεί
  • νά δερθούμε
  • νά δερθείτε
  • νά δερθούν
 

Προστακτική

  • δάρσου
  • δερθείτε

Απαρέμφατο

  • δαρθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δαρθεί
  • έχεις δαρθεί
  • έχει δαρθεί
  • έχουμε δαρθεί
  • έχετε δαρθεί
  • έχουν δαρθεί

Υποτακτική

  • νά έχω δαρθεί
  • νά έχεις δαρθεί
  • νά έχει δαρθεί
  • νά έχουμε δαρθεί
  • νά έχετε δαρθεί
  • νά έχουν δαρθεί
 

Μετοχή

  • δαρμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δαρθεί
  • είχες δαρθεί
  • είχε δαρθεί
  • είχαμε δαρθεί
  • είχατε δαρθεί
  • είχαν δαρθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δαρθεί
  • θά έχεις δαρθεί
  • θά έχει δαρθεί
  • θά έχουμε δαρθεί
  • θά έχετε δαρθεί
  • θά έχουν δαρθεί