EL.png δένομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δένομαι
  • δένεσαι
  • δένεται
  • δενόμαστε
  • δένεστε
  • δένονται

Υποτακτική

  • νά δένομαι
  • νά δένεσαι
  • νά δένεται
  • νά δενόμαστε
  • νά δένεστε
  • νά δένονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δενόμουν
  • δενόμουν
  • δενόμουν
  • δενόμαστε
  • δένόσαστε
  • δένονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δένομαι
  • θά δένεσαι
  • θά δένεται
  • θά δενόμαστε
  • θά δένεστε
  • θά δένονται

Στιγμιαίος

  • θά δεθώ
  • θά δεθείς
  • θά δεθεί
  • θά δεθούμε
  • θά δεθείτε
  • θά δεθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δέθηκα
  • δέθηκες
  • δέθηκε
  • δεθήκαμε
  • δεθήκατε
  • δέθηκαν

Υποτακτική

  • νά δεθώ
  • νά δεθείς
  • νά δεθεί
  • νά δεθούμε
  • νά δεθείτε
  • νά δεθούν
 

Προστακτική

  • δέσου
  • δεθείτε

Απαρέμφατο

  • δεθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δεθεί
  • έχεις δεθεί
  • έχει δεθεί
  • έχουμε δεθεί
  • έχετε δεθεί
  • έχουν δεθεί

Υποτακτική

  • νά έχω δεθεί
  • νά έχεις δεθεί
  • νά έχει δεθεί
  • νά έχουμε δεθεί
  • νά έχετε δεθεί
  • νά έχουν δεθεί
 

Μετοχή

  • δεμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δεθεί
  • είχες δεθεί
  • είχε δεθεί
  • είχαμε δεθεί
  • είχατε δεθεί
  • είχαν δεθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δεθεί
  • θά έχεις δεθεί
  • θά έχει δεθεί
  • θά έχουμε δεθεί
  • θά έχετε δεθεί
  • θά έχουν δεθεί