EL.png δανείζω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δανείζω
  • δανείζεις
  • δανείζει
  • δανείζουμε
  • δανείζετε
  • δανείζουν

Υποτακτική

  • νά δανείζω
  • νά δανείζεις
  • νά δανείζει
  • νά δανείζουμε
  • νά δανείζετε
  • νά δανείζουν
 

Προστακτική

  • δάνειζε
  • δανείζετε

Μετοχή

  • δανείζοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δάνειζα
  • δάνειζες
  • δάνειζε
  • δανείζαμε
  • δανείζατε
  • δάνειζαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δανείζω
  • θά δανείζεις
  • θά δανείζει
  • θά δανείζουμε
  • θά δανείζετε
  • θά δανείζουν

Στιγμιαίος

  • θά δανείσω
  • θά δανείσεις
  • θά δανείσει
  • θά δανείσουμε
  • θά δανείσετε
  • θά δανείσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δάνεισα
  • δάνεισες
  • δάνεισε
  • δανείσαμε
  • δανείσατε
  • δάνεισαν

Υποτακτική

  • νά δανείσω
  • νά δανείσεις
  • νά δανείσει
  • νά δανείσουμε
  • νά δανείσετε
  • νά δανείσουν
 

Προστακτική

  • δάνεισε
  • δανείστε

Απαρέμφατο

  • δανείσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δανείσει
  • έχεις δανείσει
  • έχει δανείσει
  • έχουμε δανείσει
  • έχετε δανείσει
  • έχουν δανείσει

Υποτακτική

  • νά έχω δανείσει
  • νά έχεις δανείσει
  • νά έχει δανείσει
  • νά έχουμε δανείσει
  • νά έχετε δανείσει
  • νά έχουν δανείσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δανείσει
  • είχες δανείσει
  • είχε δανείσει
  • είχαμε δανείσει
  • είχατε δανείσει
  • είχαν δανείσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δανείσει
  • θά έχεις δανείσει
  • θά έχει δανείσει
  • θά έχουμε δανείσει
  • θά έχετε δανείσει
  • θά έχουν δανείσει