EL.png δαγκάνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • δαγκάνω
  • δαγκάνεις
  • δαγκάνει
  • δαγκάνουμε
  • δαγκάνετε
  • δαγκάνουν

Υποτακτική

  • νά δαγκάνω
  • νά δαγκάνεις
  • νά δαγκάνει
  • νά δαγκάνουμε
  • νά δαγκάνετε
  • νά δαγκάνουν
 

Προστακτική

  • δάγκανε
  • δαγκάνετε

Μετοχή

  • δαγκάνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • δάγκανα
  • δάγκανες
  • δάγκανε
  • δαγκάναμε
  • δαγκάνατε
  • δάγκαναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά δαγκάνω
  • θά δαγκάνεις
  • θά δαγκάνει
  • θά δαγκάνουμε
  • θά δαγκάνετε
  • θά δαγκάνουν

Στιγμιαίος

  • θά δαγκάσω
  • θά δαγκάσεις
  • θά δαγκάσει
  • θά δαγκάσουμε
  • θά δαγκάσετε
  • θά δαγκάσουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • δάγκασα
  • δάγκασες
  • δάγκασε
  • δαγκάσαμε
  • δαγκάσατε
  • δάγκασαν

Υποτακτική

  • νά δαγκάσω
  • νά δαγκάσεις
  • νά δαγκάσει
  • νά δαγκάσουμε
  • νά δαγκάσετε
  • νά δαγκάσουν
 

Προστακτική

  • δάγκασε
  • δαγκάστε

Απαρέμφατο

  • δαγκάσει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω δαγκάσει
  • έχεις δαγκάσει
  • έχει δαγκάσει
  • έχουμε δαγκάσει
  • έχετε δαγκάσει
  • έχουν δαγκάσει

Υποτακτική

  • νά έχω δαγκάσει
  • νά έχεις δαγκάσει
  • νά έχει δαγκάσει
  • νά έχουμε δαγκάσει
  • νά έχετε δαγκάσει
  • νά έχουν δαγκάσει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα δαγκάσει
  • είχες δαγκάσει
  • είχε δαγκάσει
  • είχαμε δαγκάσει
  • είχατε δαγκάσει
  • είχαν δαγκάσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω δαγκάσει
  • θά έχεις δαγκάσει
  • θά έχει δαγκάσει
  • θά έχουμε δαγκάσει
  • θά έχετε δαγκάσει
  • θά έχουν δαγκάσει