EL.png βοηθιέμαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βοηθιέμαι
  • βοηθιέσαι
  • βοηθιέται
  • βοηθιόμαστε
  • βοηθιέστε
  • βοηθιούνται

Υποτακτική

  • νά βοηθιέμαι
  • νά βοηθιέσαι
  • νά βοηθιέται
  • νά βοηθιόμαστε
  • νά βοηθιέστε
  • νά βοηθιούνται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βοηθιόμουν
  • βοηθιόσουν
  • βοηθιόταν
  • βοηθιόμαστε
  • βοηθιέστε
  • βοηθιούνταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βοηθηθώ
  • θά βοηθιέσαι
  • θά βοηθιέται
  • θά βοηθιόμαστε
  • θά βοηθιέστε
  • θά βοηθιούνται

Στιγμιαίος

  • θά βοηθηθώ
  • θά βοηθηθείς
  • θά βοηθηθεί
  • θά βοηθηθούμε
  • θά βοηθηθείτε
  • θά βοηθηθούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βοηθήθηκα
  • βοηθήθηκες
  • βοηθήθηκε
  • βοηθηθήκαμε
  • βοηθηθήκατε
  • βοηθήθηκαν

Υποτακτική

  • νά βοηθηθώ
  • νά βοηθηθείς
  • νά βοηθηθεί
  • νά βοηθηθούμε
  • νά βοηθηθείτε
  • νά βοηθηθούν
 

Προστακτική

  • βοηθήσου
  • βοηθηθείτε

Απαρέμφατο

  • βοηθηθεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βοηθηθεί
  • έχεις βοηθηθεί
  • έχει βοηθηθεί
  • έχουμε βοηθηθεί
  • έχετε βοηθηθεί
  • έχουν βοηθηθεί

Υποτακτική

  • νά έχω βοηθηθεί
  • νά έχεις βοηθηθεί
  • νά έχει βοηθηθεί
  • νά έχουμε βοηθηθεί
  • νά έχετε βοηθηθεί
  • νά έχουν βοηθηθεί
 

Μετοχή

  • βοηθημένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βοηθηθεί
  • είχες βοηθηθεί
  • είχε βοηθηθεί
  • είχαμε βοηθηθεί
  • είχατε βοηθηθεί
  • είχαν βοηθηθεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βοηθηθεί
  • θά έχεις βοηθηθεί
  • θά έχει βοηθηθεί
  • θά έχουμε βοηθηθεί
  • θά έχετε βοηθηθεί
  • θά έχουν βοηθηθεί