EL.png βάφω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βάφω
  • βάφεις
  • βάφει
  • βάφουμε
  • βάφετε
  • βάφουν

Υποτακτική

  • νά βάφω
  • νά βάφεις
  • νά βάφει
  • νά βάφουμε
  • νά βάφετε
  • νά βάφουν
 

Προστακτική

  • βάφε
  • βάφετε

Μετοχή

  • βάφοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • έβαφα
  • έβαφες
  • έβαφε
  • βάφαμε
  • βάφατε
  • έβαφαν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βάφω
  • θά βάφεις
  • θά βάφει
  • θά βάφουμε
  • θά βάφετε
  • θά βάφουν

Στιγμιαίος

  • θά βάψω
  • θά βάψεις
  • θά βάψει
  • θά βάψουμε
  • θά βάψετε
  • θά βάψουν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • έβαψα
  • έβαψες
  • έβαψε
  • βάψαμε
  • βάψατε
  • έβαψαν

Υποτακτική

  • νά βάψω
  • νά βάψεις
  • νά βάψει
  • νά βάψουμε
  • νά βάψετε
  • νά βάψουν
 

Προστακτική

  • βάψε
  • βάψτε

Απαρέμφατο

  • βάψει

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βάψει
  • έχεις βάψει
  • έχει βάψει
  • έχουμε βάψει
  • έχετε βάψει
  • έχουν βάψει

Υποτακτική

  • νά έχω βάψει
  • νά έχεις βάψει
  • νά έχει βάψει
  • νά έχουμε βάψει
  • νά έχετε βάψει
  • νά έχουν βάψει
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βάψει
  • είχες βάψει
  • είχε βάψει
  • είχαμε βάψει
  • είχατε βάψει
  • είχαν βάψει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βάψει
  • θά έχεις βάψει
  • θά έχει βάψει
  • θά έχουμε βάψει
  • θά έχετε βάψει
  • θά έχουν βάψει