EL.png βάφομαι

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • βάφομαι
  • βάφεσαι
  • βάφεται
  • βαφόμαστε
  • βάφεστε
  • βάφονται

Υποτακτική

  • νά βάφομαι
  • νά βάφεσαι
  • νά βάφεται
  • νά βαφόμαστε
  • νά βάφεστε
  • νά βάφονται
 

Προστακτική

  • *
  • *

Μετοχή

  • *

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • βαφόμουν
  • βαφόσουν
  • βαφόταν
  • βαφόμαστε
  • βαφόσαστε
  • βάφονταν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά βάφομαι
  • θά βάφεσαι
  • θά βάφεται
  • θά βαφόμαστε
  • θά βάφεστε
  • θά βάφονται

Στιγμιαίος

  • θά βαφτώ
  • θά βαφτείς
  • θά βαφτεί
  • θά βαφτούμε
  • θά βαφτείτε
  • θά βαφτούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • βάφτηκα
  • βάφτηκες
  • βάφτηκε
  • βαφτήκαμε
  • βαφτήκατε
  • βάφτηκαν

Υποτακτική

  • νά βαφτώ
  • νά βαφτείς
  • νά βαφτεί
  • νά βαφτούμε
  • νά βαφτείτε
  • νά βαφτούν
 

Προστακτική

  • βάψου
  • βαφτείτε

Απαρέμφατο

  • βαφτεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω βαφτεί
  • έχεις βαφτεί
  • έχει βαφτεί
  • έχουμε βαφτεί
  • έχετε βαφτεί
  • έχουν βαφτεί

Υποτακτική

  • νά έχω βαφτεί
  • νά έχεις βαφτεί
  • νά έχει βαφτεί
  • νά έχουμε βαφτεί
  • νά έχετε βαφτεί
  • νά έχουν βαφτεί
 

Μετοχή

  • βαμμένος

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα βαφτεί
  • είχες βαφτεί
  • είχε βαφτεί
  • είχαμε βαφτεί
  • είχατε βαφτεί
  • είχαν βαφτεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω βαφτεί
  • θά έχεις βαφτεί
  • θά έχει βαφτεί
  • θά έχουμε βαφτεί
  • θά έχετε βαφτεί
  • θά έχουν βαφτεί