ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
Οριστική
- βάφομαι
- βάφεσαι
- βάφεται
- βαφόμαστε
- βάφεστε
- βάφονται
Υποτακτική
- νά βάφομαι
- νά βάφεσαι
- νά βάφεται
- νά βαφόμαστε
- νά βάφεστε
- νά βάφονται
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ
- βαφόμουν
- βαφόσουν
- βαφόταν
- βαφόμαστε
- βαφόσαστε
- βάφονταν
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Εξακολουθητικός
- θά βάφομαι
- θά βάφεσαι
- θά βάφεται
- θά βαφόμαστε
- θά βάφεστε
- θά βάφονται
Στιγμιαίος
- θά βαφτώ
- θά βαφτείς
- θά βαφτεί
- θά βαφτούμε
- θά βαφτείτε
- θά βαφτούν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ
Οριστική
- βάφτηκα
- βάφτηκες
- βάφτηκε
- βαφτήκαμε
- βαφτήκατε
- βάφτηκαν
Υποτακτική
- νά βαφτώ
- νά βαφτείς
- νά βαφτεί
- νά βαφτούμε
- νά βαφτείτε
- νά βαφτούν
ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Οριστική
- έχω βαφτεί
- έχεις βαφτεί
- έχει βαφτεί
- έχουμε βαφτεί
- έχετε βαφτεί
- έχουν βαφτεί
Υποτακτική
- νά έχω βαφτεί
- νά έχεις βαφτεί
- νά έχει βαφτεί
- νά έχουμε βαφτεί
- νά έχετε βαφτεί
- νά έχουν βαφτεί
ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- είχα βαφτεί
- είχες βαφτεί
- είχε βαφτεί
- είχαμε βαφτεί
- είχατε βαφτεί
- είχαν βαφτεί
ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ
Υποτακτική
- θά έχω βαφτεί
- θά έχεις βαφτεί
- θά έχει βαφτεί
- θά έχουμε βαφτεί
- θά έχετε βαφτεί
- θά έχουν βαφτεί