EL.png ανεβαίνω

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική

  • ανεβαίνω
  • ανεβαίνεις
  • ανεβαίνει
  • ανεβαίνουμε
  • ανεβαίνετε
  • ανεβαίνουν

Υποτακτική

  • νά ανεβαίνω
  • νά ανεβαίνεις
  • νά ανεβαίνει
  • νά ανεβαίνουμε
  • νά ανεβαίνετε
  • νά ανεβαίνουν
 

Προστακτική

  • ανέβαινε
  • ανεβαίνετε

Μετοχή

  • ανεβαίνοντας

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΩΣ

 

  • ανέβαινα
  • ανέβαινες
  • ανέβαινε
  • ανεβαίναμε
  • ανεβαίνατε
  • ανέβαιναν

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Εξακολουθητικός

  • θά ανεβαίνω
  • θά ανεβαίνεις
  • θά ανεβαίνει
  • θά ανεβαίνουμε
  • θά ανεβαίνετε
  • θά ανεβαίνουν

Στιγμιαίος

  • θά ανεβώ
  • θά ανεβείς
  • θά ανεβεί
  • θά ανεβούμε
  • θά ανεβείτε
  • θά ανεβούν

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική

  • ανέβηκα
  • ανέβηκες
  • ανέβηκε
  • ανεβήκαμε
  • ανεβήκατε
  • ανέβηκαν

Υποτακτική

  • νά ανεβώ
  • νά ανεβείς
  • νά ανεβεί
  • νά ανεβούμε
  • νά ανεβείτε
  • νά ανεβούν
 

Προστακτική

  • ανέβα
  • ανεβείτε

Απαρέμφατο

  • ανεβεί

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική

  • έχω ανεβεί
  • έχεις ανεβεί
  • έχει ανεβεί
  • έχουμε ανεβεί
  • έχετε ανεβεί
  • έχουν ανεβεί

Υποτακτική

  • νά έχω ανεβεί
  • νά έχεις ανεβεί
  • νά έχει ανεβεί
  • νά έχουμε ανεβεί
  • νά έχετε ανεβεί
  • νά έχουν ανεβεί
 

Μετοχή

  • *

ΡLUΠΑ_ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • είχα ανεβεί
  • είχες ανεβεί
  • είχε ανεβεί
  • είχαμε ανεβεί
  • είχατε ανεβεί
  • είχαν ανεβεί

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Υποτακτική

  • θά έχω ανεβεί
  • θά έχεις ανεβεί
  • θά έχει ανεβεί
  • θά έχουμε ανεβεί
  • θά έχετε ανεβεί
  • θά έχουν ανεβεί